ἐνδοτικῇ

ἐνδοτικῇ
ἐνδοτικός
yielding
fem dat sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἐνδοτική — ἐνδοτικός yielding fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενδοτικός — ή, ό (AM ἐνδοτικός, ή, όν) υποχωρητικός, έτοιμος να ενδώσει νεοελλ. «ενδοτική πρόταση» δηλώνει παραχώρηση ή ομολογία αρχ. το ουδ. ως ουσ. το ἐνδοτικόν φαρμακευτικό σκεύασμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”